18.10.08

Βγαίνεις. Αναρωτιέσαι .Σου κλείνουν την πόρτα.


Βγαινεις

Ειναι καλοκαιρι φως παντου δεν θυμασαι τιποτα ολα ειναι υποθετικα στο μελλον.

Σε περιμενουν με ενθουσιασμο ισως και χειροκροτηματα για αυτο συγκινηθηκες οταν απο τους συγκεντρωμενους αγαπημενους σου τα ακουσες εκεινη τη φωτεινη μερα.



Δεν θυμασαι τιποτε αλλο παρα μονο τη σκια του εχθρου στο σχολειο που απεφυγες και τον εριξες κατω.



Χτυπησες και το κεφαλι του δυνατου στη βρυση,το αιμα ετρεχε απο τα δοντια του και με αυτα τα δυο την ασυλια σου εξασφαλισες για το μελλον που δυο κυνηγησες παλι κι ας σκονταψες στο σχοινι της βαρκας που σου αφησε σημαδι.



Μαζεψες και τα κοριτσια της γειτονιας τα βαφτισες με ζωων ονοματα και τα αρμεγες δηθεν οντας ο βοσκος τους..



Αλλα αυτη τη θαυμαζες,τα στηθια της κρυβαν το ταβανι οπως σε ειχε καβαλησει ηθελε να τα κοψει και δεν την αφηνες ωραιο ειναι και το ταβανι που χαζευεις τωρα που εμεινες μονος..



Οταν σε δειραν για κατι που εκανες -μπροστα σε εκεινη για εκεινη δεν θυμασαι η τη σκεφτοσουν την ωρα που σ'αρχισαν πληγωθηκες



αλλα εφτιαξε με το κομματι που εφυγε οταν αυτην ακουμπησες πρωτη φορα.



Οτι και με οσες κι αν το κανες δεν μπορεσες να ξεφυγεις απ αυτην



Μετα επεφτες και σηκωνωσουν επεφτες και σηκωνοσουν ο αλλος ειχε πιο ψηλα ποδια και επαιρνε τις πεταλιες αλλα επεφτες και σηκωνοσουν οσες φορες κι αν περασες την ανηφορα



Δουλευες και αναβαλες δουλευες και αναβαλες κι οταν δεν μπορουσες να αναβαλεις πια και ολα περασαν πηρες ενα υφος απελπισιας οταν σου κλεισαν την πορτα.



Ενα υφος αποριας και οδυνης που γουρλωνες τα ματια και στρογγυλευες το στομα,εκει που πηγαινες δεν υπηρχε τιποτα δεν γινοσουν κατι αλλο γινοσουν τιποτα.



Τουλαχιστον ησυχασες.