7.9.08

Aντίο




Καθόμουνα στον Πόρρο, στον μικρό γυαλό, εκείνο το περιγιάλι το κρυφό που λέγαμε,
ξημερώματα Πέμπτης.

Στον μικρό τον μώλο, αυτόν που κανείς δεν δίνει σημασία,
με τα σκουριασμένα ρεμέντζα να πατάνε γερά πάνω στην άμμο,
τα μελανούρια να παίζουν στα μεσόνερα, με ουρανό γεμάτο από εσάς.
Ένα μικρό ρεματάκι έφερνε το φελαδούρι δεξιά μου, και κάτω.
Θυμήθηκα τις τούνες, τις συζητήσεις, γι' αυτή τη ρημάδα επαφή με το Ακαθόριστο,

εσένα αγαπητέ.

Το γύρισα στο κλέφτικο, μπας και με αρπάξει κανάς σαργός.
Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου πιο ήρεμο, ευτυχισμένο.
Σε εκείνο το μέρος είχα ότι ακριβώς χρειαζόμουν.
Την γυναίκα της ζωής μου, το καλάμι μου,

εσένα αγαπητέ.
Από εκεί και πέρα ξέρεις τι έγινε.

Να με προσέχεις