11.11.08

Προπόνηση

Σκέφτεσαι. Αδιάκοπα. Νομίζεις ότι το κεφάλι σου δεν τις χωράει όλες αυτές τις σκέψεις, θ’ ανοίξουν τρύπα και θα βγουν έξω στον κόσμο, μόνες κι ανυπεράσπιστες. Κάποιος σου υποσχέθηκε ότι μαζί του θα μάθεις να περπατάς και προπονείσαι στη λεωφόρο, αποφεύγοντας με περισσή σπουδή τα περιττώματα των σκύλων. Έχουν αυξηθεί τα περιττώματα των σκύλων στη λεωφόρο, οι άνθρωποι προτιμούν την παρέα των ζώων. Ίσως και στους παράδρομους να γίνεται το ίδιο αλλά εσύ δεν περπατάς στους παράδρομους. Χτυπιέσαι κορμί με κορμί στη λεωφόρο και βάζεις στοίχημα να προλάβεις το φανάρι πριν κοκκινίσει και κόψεις το βήμα σου περιμένοντας. Δεν θα περιμένεις, θα μάθεις να περπατάς έτσι κι αλλιώς.

Βρέχει. Σκέφτεσαι. Αδιάκοπα. Η οροφή του γηπέδου στάζει πάνω σου ιστορία λίγο πριν μετακομίσει στη γειτονιά που οι μάγκες υπήρξαν τα καλύτερα παιδιά. Αγοράζεις ένα κασκόλ της ομάδας από έναν τυχαίο πλανόδιο. Η τιμή φιγουράρει αδιαπραγμάτευτη στο χαρτονένιο καρτελάκι κι εσύ έχεις ακριβώς τα ψηλά, ούτε λέξη δεν χρειάζεται ν’ αλλάξεις, σελφ-σέρβις η αγορά των κασκόλ.

Οι διάλογοι που εκτυλίσσονται πλάι σου απειλούν το λυρικό ειρμό της σκέψης σου, εκσφενδονίζονται μέσα στο κεφάλι σου διάσπαρτοι, διαστρεβλωμένοι από τις κόρνες και τις σειρήνες που ζουν τη ζωή τους παραδίπλα. Τα λόγια μπερδεύονται με τις σκέψεις σου, κάποιος έχει γενέθλια, κάποιον τον έστησαν στο ραντεβού, κάποιος βρίζει μια γυναίκα που τον χώρισε, κάποιος είπε πως ο δρόμος είναι η φλέβα της φωτιάς… κάποιος κοιτάει την ώρα… Κάνεις ολόκληρη εκπομπή στο κεφάλι σου, από κείνες που έκανες κάποτε σε έναν επαρχιακό ραδιοφωνικό σταθμό, σκέφτεσαι κι έπειτα διακόπτεις για να μπει το τραγούδι που επέλεξε η λεωφόρος χωρίς ποτέ μα ποτέ να σκέφτεσαι πάνω στους στίχους, αντιδεοντολογικό γαρ.

Χαμογελάς. Το ξέρεις γιατί σε κοίταξε κάποιος που έχει γενέθλια κι έπειτα κάποιος που τον έστησαν στο ραντεβού και μετά από λίγο κάποιος που έβριζε μια γυναίκα που τον χώρισε. Δεν ανταποδίδεις το βλέμμα, δεν θα μάθουν από σένα ό,τι έμαθες εσύ κοιτώντας ονειροπόλα πρόσωπα, σφιγμένα χείλη, συγκαταβατικές γκριμάτσες. Τους προστατεύεις.

Στη διασταύρωση ακολουθείς τη λογική των φαναριών που δεν σε στέλνουν ευθεία αλλά σε τροχιά πι σαν αυτές στο Doom που έπαιζες φανατικά και ζαλιζόσουν στους λαβυρίνθους με το όπλο σου προτεταμένο. Περνάς πρώτα στο αντίθετο πεζοδρόμιο που δεν θες να πας, ξαναπερνάς μετά ίσια απέναντι και κατόπιν κάνεις στροφή επί τόπου δεξιά και περνάς στο πεζοδρόμιο που ήσουν και πριν. Θέλεις να κάνεις ένα μακροσκελές σχόλιο για τη ρυμοτομία των πόλεων αλλά δεν ξέρεις από αρχιτεκτονική κι έτσι περιορίζεσαι στην προπόνησή σου. Και σκέφτεσαι.

Η αίσθηση από την τελευταία ταινία του Γούντι Άλλεν περιφέρεται μπροστά από το σινεμά που σχόλασε, οι θεατές σκορπίζονται με τη μεγαλοπρέπεια γοτθικών μορφών που μόλις αποκολλήθηκαν βίαια από τον καθεδρικό ναό της Βαρκελώνης. Σκέφτεσαι. Το γέρο κιθαριστή του Πικάσο να παίζει Αλμπένιθ και μπροστά στα μισόκλειστα μάτια του να στροβιλίζεσαι σ’ έναν ερωτικό χορό, να στροβιλίζεσαι αδιάκοπα σαν τις σκέψεις σου, να παίρνεις φόρα και με περίτεχνη στροφή να πέφτεις πάνω στην πρώτη γυάλινη προθήκη που διαφημίζει καλσόν σε μια στάση λεωφορείων. Οπάκ καλσόν.

Κάνεις λίγο στην άκρη από σεβασμό προς τον ποδηλάτη, άθελα σου χωρίζεις ένα ζευγαράκι που κρατιέται από το χέρι για να περάσεις. Κοιτάς πίσω να σιγουρευτείς ότι θα ξαναπιαστούν, ότι δεν χάλασες τη μαγική ισορροπία, κατόπιν επιταχύνεις το βήμα σου να προλάβεις κι αυτό το φανάρι.

Δεν προλαβαίνεις, κοκκίνισε. Δεν περιμένεις. Δεν σκέφτεσαι.